Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

ΟΜΙΛΙΑ ΕΠΙΤΙΜΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΔΗΜΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ




15 Αυγούστου 2009. Παναγιωτάρεια 2009,
Φόρος εκκλησίας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

«Ο Απόδημος Ελληνισμός»





«Όπου κι αν στρέψω το βλέμμα μου
όπου κι αν η καρδιά μου ταξιδέψει
πάνω σε σένα θ’ ακουμπήσω Πατρίδα μου
στην καρδιά σου θα νιώσω
να κτυπάει κι η δική μου καρδιά.
Σ’ ευχαριστώ απ’ όπου μου γνέφεις
απ’ όποιο μέρος της γης με χαιρετάς».


Σε όποιο σημείο του ορίζοντα κι αν κοιτάξεις θα δεις να κινείται η ελληνική ψυχή και το ελληνικό πνεύμα.
Σε όλες τις Ηπείρους μια άλλη Ελλάδα κατοικεί και τα παιδιά της απλώνουν τα φτερά τους και δημιουργούν πολιτισμό.
Από το Μέγα Αλέξανδρο και πολύ πριν, το ελληνικό πνεύμα μαγεύει τους λαούς της γης , όποιοι κι αν είναι αυτοί, όποιες γλώσσες κι αν μιλούν, σε όποιες θρησκείες κι αν πιστεύουν.
Μια μικρή και μια μεγάλη Ελλάδα ταξιδεύει παντού και γράφει ιστορία και τραγούδια γλυκά και πονεμένα, όπως αυτό το δημοτικό:


Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο μου,
Η ξενιτειά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,
Σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυα μου μαντήλι μουσκεμένο,
Τα δάκρυα μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντήλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;


Πορεύονται, λοιπόν οι Έλληνες σε άλλους τόπους μακρινούς η κοντινούς, διασχίζοντας μεγάλες θάλασσες, απέραντους ουρανούς για να γνωρίσουν καινούργιες πατρίδες, να ζήσουν νέες εμπειρίες , να δημιουργήσουν μια καινούργια ζωή με μόχθο και ιδρώτα. Κι αυτό συνέβαινε από τους αρχαίους χρόνους και συγκεκριμένα από το 10’ αιώνα π.χ., τότε που μεγάλες ομάδες ελληνικού πληθυσμού μεταναστεύουν προς τα ανατολικά και δημιουργούν αποικίες στις ακτές της Μ. Ασίας, εκεί που ήκμασαν σπουδαίες πολιτιστικές πόλεις.

Οι Αιολείς ήταν ομάδες που ξεκίνησαν από τη Θεσσαλία και τη Βοιωτία και δημιούργησαν την Αιολίδα (απέναντι από τη Λέσβο) στις Βόρειες ακτές της Μ. Α . Οι Ίωνες που ξεκίνησαν από την Αττική, την Εύβοια, την Αργολίδα και την Κορινθία δημιούργησαν στην Μ. Ασία την Ιωνία (απέναντι από τη Χίο τη Σάμο και την Ικαρία). Και τέλος, οι Δωριείς, που εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, ακολούθησαν το μεταναστευτικό ρεύμα και αποίκισαν στα νησιά Μήλο, Θήρα, Κρήτη, Ρόδο και Κω και στη συνέχεια πήγαν στη Μ. Ασία, (στο νότιο τμήμα της όπου έγινε το φυλετικό κέντρο των Δωριέων.

Ακολουθεί ο 2ος αποικισμός από τους Έλληνες, που μεταναστεύουν για μια καλύτερη τύχη, όπως θα λέγαμε σήμερα. Τα αίτια ήταν ,βεβαίως, οικονομικά και πολιτικά και τότε, όπως και σήμερα. Μεγάλες ομάδες πληθυσμού έφευγαν από τον τόπο τους για να αναζητήσουν και να καλλιεργήσουν ελεύθερη, εύφορη γη, μια και οι πλούσιοι γαιοκτήμονες είχαν
στην κατοχή τους τα εύφορα εδάφη και εκμεταλλεύονταν τους φτωχούς αγρότες και εργάτες. Επίσης, οι πολιτικοί ανταγωνισμοί που ξέσπασαν στις ελληνικές πόλεις έδιωξαν κάποιους, που υπέφεραν και ήσαν δυσαρεστημένοι από την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε. Έτσι όλοι έφυγαν αναζητώντας νέους ορίζοντες. Δημιούργησαν νέες πόλεις, νέες κοινωνίες, νέα κέντρα διαμονής μακριά από την πατρίδα τους. Όλοι όμως αυτοί διατηρούσαν στενές σχέσεις με την «Μητρόπολη», δηλαδή τη μητέρα Πατρίδα τους, και τη βοηθούσαν με πολλούς τρόπους αφού είχαν δημιουργήσει καινούργιες αγορές και σπουδαία εμπορικά κέντρα.

Εκεί στις ξένες χώρες οι Έλληνες έσφιγγαν την καρδιά τους και ξεπερνούσαν τις δυνάμεις τους. Κατάφερναν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους, σε μεγάλο βαθμό. Σκληρή η πάλη, μεγάλος ο αγώνας αλλά και η χαρά της νίκης η αμοιβή τους.

Από τότε μέχρι και σήμερα οι έλληνες φθάνουν στην Ιθάκη τους έστω και πληγωμένοι. Έτσι βλέπουμε να ξαπλώνεται η Ελλάδα σε όλα τα παράλια της Μεσογείου, του Εύξεινου Πόντου και της Αιγύπτου. Οι έλληνες μέσα από τα μακρινά τους ταξίδια πλάθουν χαρακτήρα τολμηρό και ανεξάρτητο και γεμίζουν με μια βαθιά αγάπη για την ελευθερία. Η ελπίδα και το όραμα για ένα καλύτερο αύριο αλλά και η γοητεία του άγνωστου μαζί με μία ανοιχτή θάλασσα, που περιβάλλει από παντού σχεδόν την Ελλάδα, παρακινούσαν πάντα τους έλληνες να ξεκινήσουν για τόπους καινούργιους, πολλές φορές πολύ μακρινούς. Να ταξιδέψουν είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες. Και πέτυχαν όπου κι αν πήγαν. Με δυσκολίες και προβλήματα στην αρχή αλλά οι περισσότεροι τα κατάφεραν. Μαζί με την οικονομική τους πρόοδο δημιούργησαν πολιτιστικά και πνευματικά κέντρα. Και τότε και σήμερα. Πιστεύω και αύριο γιατί όλοι κουβαλάνε την ίδια δυνατή ψυχή.

H παρουσία τους υπήρξε εντυπωσιακή και ουσιαστική. Δημιούργησαν πόλεις που τα ονόματά τους μέχρι σήμερα , δηλώνουν την ελληνικότητά τους, όπως είναι η Αγκώνα της Ιταλίας, το Μπάρι, το Μπρίντεζι, η Νεάπολη, ο Τάραντας και πολλές άλλες. Στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία δημιουργείται η Μεγάλη Ελλάδα. Ακόμη υπάρχουν κάτοικοι εκεί που μιλάνε παραφθαρμένα ελληνικά. Είχα την τύχη να γνωρίσω κάποιους, που με συγκίνησαν βαθύτατα γιατί αισθάνονται ακόμη έλληνες , μετά από τόσα χρόνια.

Οι Ηράκλειες Στήλες επίσης ,στο Γιβραλτάρ μαρτυρούν την εξάπλωση του ελληνικού στοιχείου στην αρχαιότητα , έως εκεί και τη διέλευσή του πέρα από τη Μεσόγειο. Στην Πορτογαλία υπάρχει παράδοση που θέλει τη Λισσαβώνα να έχει κτιστεί από τον Οδυσσέα. Στην περιοχή της Λιβύης, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ηρόδοτος, οι έλληνες ήταν, οι πρώτοι ξένοι που έζησαν εκεί όπως και στην Αίγυπτο.

Εξάλλου, με το 2ο ελληνικό Αποικισμό στις περιοχές του Βοσπόρου, της Προποντίδας, του Εύξεινου Πόντου, της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου ιδρύονται πολλές ελληνικές παροικίες. Κραταιές, σπουδαίες πόλεις, όπως το Βυζάντιο που ίδρυσε ο Μεγαρέας Βυζάντας, η Χαλκηδόνα, η Σινώπη, η Τραπεζούντα, η Κερασούντα, η Οδησσός και άλλες ονομαστές ως εμπορικές και πολιτιστικά κέντρα.
Ο Απόστολος Παύλος επισκέπτεται διπλή φορά τον Πόντο κατά τους χριστιανικούς χρόνους. Ιδρύουν οι Έλληνες εκεί ην Παναγία Σουμελά, σπουδαίο και ονομαστό μοναστήρι μέχρι σήμερα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος διευρύνει ακόμη περισσότερο τα όρια του αρχαίου πολιτισμού και αφήνει τη σφραγίδα του ελληνικού περάσματος σε Ασία και Αφρική, ιδρύοντας πολλές Αλεξάνδρειες. Ακόμη και η φυλή των Καλλάς – που ζει στο κράτος του Πακιστάν – νιώθει υπερήφανη γιατί τα μέλη της είναι απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου.

Έτσι, βλέπουμε ότι μέσα στους αιώνες οι Έλληνες κρατούν κάτι από τον Οδυσσέα και το μονοσάνδαλο Ιάσονα. Και είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν περιορίστηκαν στο στενό και πολλές φορές άγονο μέρος της πατρίδας τους. Ταξιδεύουν διαρκώς, ερευνούν, γνωρίζουν και δημιουργούν άλλες πατρίδες μακριά από τη μητέρα-πατρίδα, που ποτέ δεν ξεχνούν. Την κουβαλάνε μέσα τους σα να είναι φυλαχτό. Ο σύγχρονος Ελληνισμός της διασποράς καλύπτει και τις πέντε ηπείρους και όλες τις χώρες της γης. Μια άλλα Ελλάδα είναι σκορπισμένη στον πλανήτη μας.
Χτυπά η καρδιά της παντού. Ας είναι ευλογημένη όπου κι αν βρίσκεται.
Γενικότερα θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει χρονική περίοδος μέσα στην ελληνική ιστορία που να μην είχαμε μεταναστεύσεις Ελλήνων. Οι επιδρομείς ξένων λαών, η εσωτερική καταπίεση αρκετές φορές, η εξαθλίωση του λαού από τους πολέμους, οι εσωτερικές διαμάχες και η φτώχεια έδιωχναν τους Έλληνες μακριά κι όπου ήταν μπορετό.
Έφευγαν κυρίως αγρότες, με συνέπεια την ερήμωση της υπαίθρου, την εγκατάλειψη της γης. Έφευγαν οι νέοι, οι άνεργοι, οι αγρότες στην αρχή και μετά ακολουθούσαν κι άλλοι. Μια επιδημία μετανάστευσης γέμισε τα χωριά και την επαρχία γενικότερα. Και η πολιτεία ηθελημένα άφηνε να συνεχίζεται αυτή η θλιβερή αποδημία, χάνοντας το πιο δυνατό κομμάτι του πληθυσμού της.
Οι πράκτορες των ακτοπλοϊκών εταιρειών έφθαναν και στα πιο απομακρυσμένα χωριά της Ελλάδος, κάνοντας διαλέξεις στα καφενεία των χωριών και εκθειάζοντας τα καλά της μετανάστευσης. Οι δρόμοι στα ξένα, τους έλεγαν, είναι στρωμένοι με χρυσάφι. Κι έτσι ξενιτεύτηκαν πολλοί ζητώντας μια καλύτερη τύχη. Χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, τις συνθήκες, τους άλλους λαούς και το σκληρό άγνωστο που θα απλωνόταν σε λίγο μπροστά τους.
Ωστόσο, το νεότερο μεταναστευτικό κύμα αρχίζει το 1890 και συνεχίζεται μέχρι το 1924.
Από το 1900 δε έως το 1917, υπολογίζεται ότι μετανάστευσαν 470 χιλιάδες άτομα προς τις Η.Π.Α.
Εδώ αξίζει να αναφερθούν κάποιες – ελάχιστες – λεπτομέρειες και περιπέτειες από το ταξίδι των μεταναστών προς το Νέο Κόσμο.

Ένα ταξίδι, μία οδύσσεια, με αφάνταστες ταλαιπωρίες και κινδύνους. Η αγωνία, ο φόβος, η πείνα, η κακομεταχείριση, οι συνέπειες για την υγεία των μεταναστών είχαν δημιουργήσει ένα θαμπό πέπλο, ένα δίχτυ γύρω από τους επιβάτες κυρίως της Γ’ θέσης στα ατμόπλοια με προορισμό την Αμερική. Η αυστριακή γραμμή Αυστριαμερικάνα διέθετε το ατμόπλοιο Sophia Hohmenberg που μετέφερε Έλληνες μέχρι το 1907. Οι συνθήκες και οι όροι διαβίωσης πάνω στο πλοίο ήταν φρικτοί.

Αργότερα, μικρότερα ελληνικά πλοία όπως το «Πατρίς» ναυπηγήθηκε για τους Έλληνες μετανάστες χωρίς κι αυτό να προσφέρει ανθρώπινες συνθήκες ταξιδιού. Και, βέβαια, η άφιξη – μετά από ένα μήνα σχεδόν – στη Ν. Υόρκη στο φοβερό ‘Ελλις Άϊλαντ ή νησί των δακρύων (όπως το έλεγαν) στ’ ανοιχτά του Μανχάταν, το γνωστό στους Έλληνες «Καστιγκάρι» ήταν μια μεγάλη δοκιμασία.

Ταλαιπωρία χωρίς προηγούμενο μετά το σκληρό θαλάσσιο ταξίδι, ατέλειωτη αναμονή, αυστηροί έλεγχοι στο πλοίο, ιατρικές εξετάσεις για να πάρουν την άδεια παραμονής. Ύστερα κατευθύνονταν προς τη Ν. Υόρκη και στο New Jersey, για προσωρινή διαμονή και εύρεση εργασίας. Στη συνέχεια οι περισσότεροι ταξίδευαν για την ενδοχώρα σε άλλες πόλεις.

Η Αμερική φάνταζε σαν η γη της Επαγγελίας όπως έλεγαν τότε. Όλοι ονειρεύονταν πλούσια γη, πολλά χρήματα και άνετη ζωή. Όμως οι κακουχίες των μεταναστών ήταν πολλές στην πρώτη 20ετία του 20ου αιώνα. Έμεναν σε άθλια δωμάτια, σιτίζονταν πολύ φτωχά και εργάζονταν εξοντωτικά χωρίς ωράριο και ανθρώπινες υγιεινές συνθήκες. Έκαναν μεγάλες οικονομίες προκειμένου να στέλνουν τα λίγα δολάρια στους δικούς τους που τα είχαν ανάγκη, αλλά και να μαζέψουν ένα σεβαστό ποσό για να γυρίσουν πίσω, πετυχημένοι στον τόπο τους.

Δέχτηκαν άγρια εκμετάλλευση όπου κι αν εργάστηκαν σε ανθρακωρυχεία, σε βαριές βιομηχανίες, στην κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών, στην κλωστοϋφαντουργία, σε εστιατόρια, κ.ά. Ιδιαίτερα τα ανήλικα παιδιά που δούλευαν σε στιλβωτήρια τα εκμεταλλεύτηκαν συμπατριώτες τους τόσο, ώστε να γίνει κρατική παρέμβαση μαζί με τις προξενικές αρχές. Όσο δε για τους λαθρομετανάστες, μετά από αυστηρή επιτήρηση, τους έστελναν πίσω στον τόπο καταγωγής τους με το ίδιο πλοίο, αφού η εταιρία πλήρωνε και ανάλογο πρόστιμο στο Αμερικανικό Κράτος.

Στον πρώτο αυτό μεγάλο κύμα μετανάστευσης ήταν και πολλοί δικοί μας από τα χωριά μας. Πολλοί ακόμη θυμούνται πολλά γεγονότα και διάφορες ιστορίες ανθρώπων από διηγήσεις, γράμματα, φωτογραφίες και άλλα στοιχεία που έχουν μαζέψει για τους ξενιτεμένους της εποχής εκείνης.

Ιστορικοί αναφέρθηκαν σε αληθινά γεγονότα και ιστορίες, συγγραφείς και ποιητές έγραψαν διηγήματα, ιστορικά μυθιστορήματα και ποιήματα όπως αυτό το γνωστό σε όλους μας ‘Τραγούδι της ξενιτειάς’ του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη. Παραθέτουμε κάποιους στίχους..


Στα ξένα ποιος θα σε χαρεί και ποιος θα σου γελάσει;
Πουν’ της μανούλας τα φιλιά, τα χάδια του πατέρα;
Πού ‘ναι τα γέλια τ’ αδελφού κι’ η συντροφιά του φίλου;
Πουν’ της αγάπης οι ματιές και τα γλυκά τα λόγια;
Ανάθεμά σε ξενιτειά, με τα φαρμάκια πόχεις!



Η μετανάστευση συνεχίζεται στο διάστημα μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων, 1ου και 2ου, με κορύφωση το διάστημα 1950-1970. Τότε, οι έλληνες πήγαν παντού. Στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στην Αίγυπτο, στη Ρωσία κ. α. Έφθασαν μέχρι τη Ματζουρία προς τα πάνω και Νοτιοαφρικανική Ένωση προς τα κάτω

Από τις χώρες αυτές οι μετανάστες έστελναν τα εμβάσματά τους σ’ αυτούς που έμειναν πίσω. Στο διάστημα 1950-1982 τα εμβάσματα αυτά ανέρχονταν σε 12,6 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή όσο τα 4/5 του εθνικού εισοδήματος. Και δε βοήθησαν οι ξενιτεμένοι μας μόνο με χρήματα τους συγγενείς και την Ελλάδα, αλλά και με ρουχισμό και άλλα αναλώσιμα αγαθά όπως αλεύρι, ζάχαρη, κ.ά. Ιδιαίτερα στον καιρό μετά τις πολεμικές καταστάσεις.

Ας μην ξεχάσουμε όμως τις πληγές της Ελλάδας από τους πολέμους και από τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από την Μ. Ασία, τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη. τη Σμύρνη.
Πρόσφυγες έφθαναν στην Ελλάδα της ένδειας, φτωχοί και κατατρεγμένοι, ζητώντας ένα σπίτι, δουλειά και κάπου να ηρεμήσουν στην αγκαλιά της μητέρας Πατρίδας, μετά την μικρασιατική καταστροφή. Έτσι αρχίζει μια νέα μετανάστευση Ελλήνων από τη Μ. Ασία προς τα εδώ. Και πάλι η Ελλάδα αιμορραγούσε κι έχανε τα νιάτα της σε ξένους τόπους. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, λόγιοι, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες κατευθύνθηκαν σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Και τότε οι Έλληνες έδωσαν καινούργια μάχη και πάλι νίκησαν τις αντιξοότητες της καινούργιας ζωής τους. Οι Ελληνικές Κοινότητες προόδευσαν και διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς όπως στο εμπόριο, στα γράμματα, στις τέχνες και στον πολιτισμό.

Αλλά ας γυρίσουμε πίσω στην πρώτη διαδρομή του απόδημου Ελληνισμού κι ας γνωρίσουμε τις κατευθύνσεις που πήραν οι πρώτοι μετανάστες στην Αμερική. Τέσσερις προορισμούς γνώρισαν οι ξενιτεμένοι μας την εποχή εκείνη. Τις βορειοανατολικές πολιτείες με επίκεντρο τη Μασαχουσέτη, τις μεσοανατολικές πολιτείες Πενσυλβάνια – Μέρυλαντ και Βιρτζίνια και τις μεσοδυτικές πολιτείες με επίκεντρο το Σικάγο. Οι έλληνες μετανάστες του Σικάγου ήταν πάνω από 15000 το 1910 και διπλασιάστηκαν στην περίοδο του Μεσοπολέμου.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι η αναχώρηση των μεταναστών γινόταν σε ατμόσφαιρα πανηγυρική, με την μπάντα του Δήμου να παίζει στο λιμάνι του Πειραιά, τα βαπόρια να σφυρίζουν και τα μαντίλια ν’ ανεμίζουν στα σημαιοστόλιστα πλοία και στην αποβάθρα να χύνονται τα δάκρυα του αποχωρισμού. Ένας δημοτικός στίχος λέει πολλά γι’ αυτά τα δάκρυα:


Χωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
Χωρίζονται τα’ ανδρόγυνα τα πολυαγαπημένα
Τώρα όντας χωρίζονται τα δένδρα ξεριζώνουν
Και πάλι όταν ανταμώνονται, τα δέντρα φύλλα βγάζουν.


Η Λακωνία και η Μεσσηνία και μετά η Αρκαδία άδειασαν από τα νιάτα τους, εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Απ’ όλα τα σπίτια έφυγαν κάποιοι και σε όλα τα σπίτια έφθαναν γράμματα από ξενιτεμένους. ‘Όλοι περίμεναν τον ταχυδρόμο να τους φέρει την πολυπόθητη επιστολή από τα παιδιά τους που αγωνίζονταν να ζήσουν και να πετύχουν το καλύτερο. Και οι μανάδες φιλούσαν το χαρτί της επιστολής, γιατί πάνω της είχαν ακουμπήσει τα χέρια των παιδιών και των συζύγων τους.
Και περίμεναν όλοι την ημέρα της επιστροφής των ξενιτεμένων, όπως εκείνη η Πηνελόπη τον αγαπημένο της Οδυσσέα.

Το ψωμί όμως της ξενιτιάς δεν έπαυε να είναι πικρό, το νερό θολό και το χώμα σκληρό. Και πάλι η δημοτική ποίηση έρχεται να δώσει αυτό το στίγμα της ξενιτιάς.


« Όλα τα δένδρα το πρωί δροσιά είναι γεμισμένα
και μένα τα ματάκια μου δάκρια είν’ γεμισμένα
από τον καημό της ξενιτιάς κι απ’ την πικρή ορφάνια.
Η ξενιτιά, η φυλακή, η φτώχεια, η ορφάνια
Τα τέσσερα ζυγιάστηκαν σ’ ένα βαρύ καντάρι
Και πιο βαριά η ξενιτιά με τα πολλά φαρμάκια».



Η νοσταλγία της επιστροφής πάντα έκαιγε τις καρδιές των περισσότερων αποδήμων και πολλοί γύρισαν κάποτε στην μητέρα Πατρίδα. Κάποιοι όμως έμειναν εκεί και σιγά – σιγά προσαρμόστηκαν κι αγάπησαν τη νέα τους Πατρίδα. Το όνειρο της επιστροφής στην Πατρίδα μπήκε στο υποσυνείδητο χωρίς να ενοχλεί τη μνήμη με το φτωχό παρελθόν. Δημιούργησαν οικογένειες, μόρφωσαν τα παιδιά τους και η προσφορά τους στην άλλη Πατρίδα τους ήταν θετική. Έκτισαν εκκλησίες, σχολεία, πνευματικά κέντρα συγκέντρωσης της νεολαίας, ώστε να διατηρήσουν τις ελληνικές παραδόσεις και τη γλώσσα. Και βέβαια, η εκκλησία τους άνοιγε πάντα μια αγκαλιά γεμάτη αγάπη και φροντίδα.

Η πρώτη γενιά των αποδήμων άνοιξε το δρόμο και την ελπίδα και για άλλους που ακολούθησαν. Τα πράγματα καλυτέρεψαν, γιατί όσοι πήγαν μετά βρήκαν κάποια στήριξη και κοινωνική ασφάλεια. Κάποια σπίτια τους περίμεναν και τους πρόσφεραν φιλοξενία μέχρι να βρουν εργασία.

Νέες ατμοπλοϊκές ελληνικές εταιρίες με μεγάλα υπερωκεάνια μετέφεραν με πολύ καλύτερες συνθήκες τους έλληνες, που ταξίδευαν για το Νέο Κόσμο. Και το σημαντικότερο ήταν ότι οι έλληνες που έφευγαν γνώριζαν έστω και λίγο τη γλώσσα. Ακόμη και στις Η.Π.Α. υπήρχαν σχετικά προγράμματα εκμάθησης της Αγγλικής γλώσσας από το αμερικανικό Κράτος.

Μέσα στις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα παρατηρήθηκε μάλιστα και ρεύμα σπουδαστών για σπουδές στην Αμερική, και σε χώρες της Ευρώπης. Έτσι για την Ελλάδα ένα νέο κεφάλαιο προόδου και ανάπτυξης αρχίζει. Μια πλατιά αποδοχή και καταξίωση για την ικανότητα και την ευφυΐα των Ελλήνων παίρνει μεγάλες διαστάσεις και αναδεικνύει έλληνες ισχυρούς σε όλους τους τομείς. Επιστήμονες, επιχειρηματίες, πολιτικοί άνδρες, καλλιτέχνες κατακλύζουν όλες τις χώρες κι όπου πορεύτηκαν με το δικό τους όνειρο και τη δική τους Ιθάκη.


«Οι έλληνες της διασποράς, η νοητή γέφυρα του Ελληνισμού πέραν από τα οριοθετημένα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας, κατόρθωσαν όχι μόνον να επιβιώσουν αλλά και να αναπτύξουν δραστηριότητες και πρωτοβουλίες με στόχο τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και της πολιτιστικής τους κληρονομιάς »

Ο απόδημος ελληνισμός αποτελεί επομένως, ένα αξιοποιήσιμο εθνικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Ο ελληνισμός της διασποράς σε ανατολή και δύση, είναι η άλλη Ελλάδα των 7 εκατομμυρίων, όπως αναφέρθηκε στο Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού στη Θεσσαλονίκη το Δεκέμβριο του 1955. Τότε καθορίστηκαν οι πρωταρχικοί άξονες δράσης, που αφορούσαν α) την ελληνική γλώσσα β) την Ορθοδοξία γ) τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και δ) τον πολιτισμό.

Το 1983 ιδρύθηκε επίσης, η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού και το Συμβούλιο Αποδήμων που υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών και μεριμνά για τα προβλήματα των αποδήμων.

Η επιστροφή των αποδήμων στη μητέρα Πατρίδα θα πρέπει να έχει προτεραιότητα στα προγράμματα και τις αποφάσεις της Πολιτείας. Οι επαναπατριζόμενοι ομογενείς από τον Προγονικό Πόντο και οι πολιτικοί μας πρόσφυγες από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης θα πρέπει να βρίσκουν μια ανοιχτή αγκαλιά και ιδιαίτερη φροντίδα και εργασία, ώστε να ζήσουν ειρηνικά και να νιώσουν ότι είναι παιδιά αυτής της Πατρίδας, που δεν ξέχασαν ποτέ τους και δια διάφορους λόγους ξενιτεύτηκαν.

Σήμερα, σ’ αυτό το χώρο της Εκκλησιάς , που έζησε θεϊκές και ανθρώπινες δόξες, έχουμε κοντά μας κάποιους ξενιτεμένους μας από μακριά ή και από κοντά. Όλοι σχεδόν κουβαλάμε μέσα μας μια μικρή ή μεγάλη αποδημία γιατί πιστεύουμε στο στίχο του ποιητή μας Κωνσταντίνου Καβάφη
‘….να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
Γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις…..’

Γιατί έτσι η ζωή παίρνει νόημα και γίνεται ουσιαστική .
Όμως για τους μακρινούς μας, πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, τους λέμε ότι τους θυμόμαστε, τους περιμένουμε και τους αγαπάμε. Τους ευχαριστούμε, γιατί δεν ξεχνούν αυτή την όμορφη και παράξενη Πατρίδα, τη μοναδική, τη γεμάτη από θείες χάρες, την πονεμένη και περήφανη. Την Πατρίδα που γεννάει ήρωες και αγίους αξιοπρεπείς και τίμιους οικογενειάρχες, πνευματικούς ανθρώπους, που συνεχίζουν όλοι μαζί τον πολιτισμό που κληρονόμησαν, όπου βρεθούν, όπου στα πέρατα τους χαϊδεύει ο ήλιος. Και γνωρίζουμε όλοι ότι μέσα τους επαναλαμβάνουν τους στίχους του ποιητή μας Ανδρέα Κάλβου

Ποτέ δεν σε λησμόνησα,
Ποτέ’ – και η τύχη μ’ έρριψε
Μακρά από σε’ με είδε
Το πέμπτον του αιώνος
Εις ξένα Έθνη.

Ας μη δώση η μοίρα μου
Εις ξένην γην τον τάφον
Είναι γλυκύς ο θάνατος,
Εις την Πατρίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου