Ελάβαμε την εφημερίδα μαζί με το ημερολόγιο και τις ευχές σας. Σας ευχαριστώ πολύ εγώ και ο σύζυγος μου. Την εφημερίδα ομολογώ, όχι την διαβάσαμε, την ρουφήξαμε. Είχαμε την τύχη να βρεθούμε το καλοκαίρι του 2009 στην Καστάνια και να ζήσουμε από κοντά όλη εκείνη την όμορφη γιορτή, αφιερωμένη στους ξενιτεμένους.
Κατασυγκινημένοι από την ομιλία της κυρίας Νέλλης Λαγάκου, γιατί μίλησε για όλους εμάς που ζήσαμε τον μισεμό. Όποιος δεν έχει ξενιτευτεί, δεν μπορεί να νοιώσει τι εστί ξενιτιά όταν ήμουν παιδούλα ακόμη, μας μιλούσε η μανούλα μου για τον αδελφό της που έφυγε για την Αμερική σε ηλικία 15 ετών. Μας έλεγε η γιαγιά μου πενθούσε. Ζύγισαν, μας έλεγε, στο κοντάρι το θάνατο με τον ζωντανό χωρισμό. Και συνέχιζε…Βαρύτερα είν’ τα ξένα. Φυσικά στις μέρες μας η τεχνολογία μίκρυνε τις αποστάσεις και η αντίληψη για την ξενιτιά δεν είναι πια η αδελφή του θανάτου. Ο καημός όμως μένει καημός.
Είχα κάποτε βάλει τις σκέψεις μου σε ένα ποιηματάκι, επιτρέψτε μου να το μοιραστώ μαζί σας. Φυσικά μιλάω πάντα για τα δικά μου συναισθήματα και είμαι σίγουρη πως πολύ άνθρωποι θα βρουν κάτι δικό τους μέσα στους φτωχούς στίχους.
«Καημός που ’ναι μάνα μου η ξενιτιά, χώρισε μάνες από παιδιά. Κι εγώ δεν σε χόρτασα μικρή, ξενιτεύτηκα ήρθα για λίγο, μα παγιδεύτηκα. Τα χρόνια περάσανε, παν κι ελπίδες. Καημό που έχουν μάνα μου οι δυο Πατρίδες. Κι εσύ φεύγεις μόνη στα γηρατειά και δεν προφταίνω, είμαι μακριά. Σε μοιρολόγησα εδώ στα ξένα, λιβάνι έκαψα και είπα για σένα. Κεράκι άναψα στην εκκλησιά και είπα η μνήμη σου να ’ναι αιώνια»
Αλήθεια πόσοι γονείς έφυγαν από την ζωή και δεν είχαν κοντά τα παιδιά τους ; ο μεγαλύτερος πόνος του ξενιτεμένου, να φύγουν λατρεμένα πρόσωπα από την ζωή χωρίς το τελευταίο αντίο…
Ο άνθρωπος στην ξενιτιά ζει δυο ζωές. Την ημέρα ζει την καθημερινότητα του και το βράδυ ονειρεύεται την Ιθάκη. Κάνει όνειρα να γυρίσει στην πατρίδα του. Να αντικρύσει το χωριό του. Να περπατήσει εκεί που περπάτησε μικρός. Μα πάει στο προαύλιο του σχολείου του όπου έπαιζε μπάλα με τα άλλα παιδιά. Να βρεθεί Πάσχα στην εκκλησία και να αντικρύσει τον παπά να περιφέρει την εικόνα μέσα στον ναό και να ακούσει “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται”. Να μαζέψει αγριολούλουδα για το στολισμό του επιταφίου. Ακούμε συχνά φίλους να λένε: τίποτα δεν είναι το ίδιο, έφυγαν οι δικοί μας, πολλοί τώρα δεν μας γνωρίζουν. Προσωπικά έχω αντίθετη γνώμη. Πατρίδα είναι οι τάφοι των γονιών μας, ένα κεράκι στο μικρό ξωκλήσι, ένας βαρύς γλυκός στο καφενεδάκι του χωριού με μια καλή παρέα. Αυτά δεν υπάρχουν αλλού. Και όπως μας τραγούδησε και ο Καζαντζάκης «κι αν πάρει χίλιες ξενιτιές δεν κάνουν μια Πατρίδα»
Ευχαριστούμε τον Θεό, εγώ και ο σύζυγος μου, που μας δίνει υγεία και μπορούμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι στην όμορφη Καστάνια και να περνάμε λίγο καιρό και στο επίσης όμορφο χωριό Ευαγγελισμό απ’ όπου κατάγομε. Βρίσκετε 3 χλμ ανατολικά της Μεθώνης στη Μεσσηνία, εκεί το ηλιοβασίλεμα είμαι μαγεμένο.
Τελειώνοντας θέλω να σας ευχαριστήσω για την φιλοξενία και να ευχηθούμε όλοι να βρεθούμε πάλι το καλοκαίρι στην Καστάνια. Και όπως είπε κάποτε ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος « αξίζει να ζούμε για να συναντηθούμε»
Κατασυγκινημένοι από την ομιλία της κυρίας Νέλλης Λαγάκου, γιατί μίλησε για όλους εμάς που ζήσαμε τον μισεμό. Όποιος δεν έχει ξενιτευτεί, δεν μπορεί να νοιώσει τι εστί ξενιτιά όταν ήμουν παιδούλα ακόμη, μας μιλούσε η μανούλα μου για τον αδελφό της που έφυγε για την Αμερική σε ηλικία 15 ετών. Μας έλεγε η γιαγιά μου πενθούσε. Ζύγισαν, μας έλεγε, στο κοντάρι το θάνατο με τον ζωντανό χωρισμό. Και συνέχιζε…Βαρύτερα είν’ τα ξένα. Φυσικά στις μέρες μας η τεχνολογία μίκρυνε τις αποστάσεις και η αντίληψη για την ξενιτιά δεν είναι πια η αδελφή του θανάτου. Ο καημός όμως μένει καημός.
Είχα κάποτε βάλει τις σκέψεις μου σε ένα ποιηματάκι, επιτρέψτε μου να το μοιραστώ μαζί σας. Φυσικά μιλάω πάντα για τα δικά μου συναισθήματα και είμαι σίγουρη πως πολύ άνθρωποι θα βρουν κάτι δικό τους μέσα στους φτωχούς στίχους.
«Καημός που ’ναι μάνα μου η ξενιτιά, χώρισε μάνες από παιδιά. Κι εγώ δεν σε χόρτασα μικρή, ξενιτεύτηκα ήρθα για λίγο, μα παγιδεύτηκα. Τα χρόνια περάσανε, παν κι ελπίδες. Καημό που έχουν μάνα μου οι δυο Πατρίδες. Κι εσύ φεύγεις μόνη στα γηρατειά και δεν προφταίνω, είμαι μακριά. Σε μοιρολόγησα εδώ στα ξένα, λιβάνι έκαψα και είπα για σένα. Κεράκι άναψα στην εκκλησιά και είπα η μνήμη σου να ’ναι αιώνια»
Αλήθεια πόσοι γονείς έφυγαν από την ζωή και δεν είχαν κοντά τα παιδιά τους ; ο μεγαλύτερος πόνος του ξενιτεμένου, να φύγουν λατρεμένα πρόσωπα από την ζωή χωρίς το τελευταίο αντίο…
Ο άνθρωπος στην ξενιτιά ζει δυο ζωές. Την ημέρα ζει την καθημερινότητα του και το βράδυ ονειρεύεται την Ιθάκη. Κάνει όνειρα να γυρίσει στην πατρίδα του. Να αντικρύσει το χωριό του. Να περπατήσει εκεί που περπάτησε μικρός. Μα πάει στο προαύλιο του σχολείου του όπου έπαιζε μπάλα με τα άλλα παιδιά. Να βρεθεί Πάσχα στην εκκλησία και να αντικρύσει τον παπά να περιφέρει την εικόνα μέσα στον ναό και να ακούσει “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται”. Να μαζέψει αγριολούλουδα για το στολισμό του επιταφίου. Ακούμε συχνά φίλους να λένε: τίποτα δεν είναι το ίδιο, έφυγαν οι δικοί μας, πολλοί τώρα δεν μας γνωρίζουν. Προσωπικά έχω αντίθετη γνώμη. Πατρίδα είναι οι τάφοι των γονιών μας, ένα κεράκι στο μικρό ξωκλήσι, ένας βαρύς γλυκός στο καφενεδάκι του χωριού με μια καλή παρέα. Αυτά δεν υπάρχουν αλλού. Και όπως μας τραγούδησε και ο Καζαντζάκης «κι αν πάρει χίλιες ξενιτιές δεν κάνουν μια Πατρίδα»
Ευχαριστούμε τον Θεό, εγώ και ο σύζυγος μου, που μας δίνει υγεία και μπορούμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι στην όμορφη Καστάνια και να περνάμε λίγο καιρό και στο επίσης όμορφο χωριό Ευαγγελισμό απ’ όπου κατάγομε. Βρίσκετε 3 χλμ ανατολικά της Μεθώνης στη Μεσσηνία, εκεί το ηλιοβασίλεμα είμαι μαγεμένο.
Τελειώνοντας θέλω να σας ευχαριστήσω για την φιλοξενία και να ευχηθούμε όλοι να βρεθούμε πάλι το καλοκαίρι στην Καστάνια. Και όπως είπε κάποτε ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος « αξίζει να ζούμε για να συναντηθούμε»
Με εκτίμηση
Κατίνα Μόσσου –Μπανάκου ---Mondreal Canada ---22 Φεβρουαρίου 2010
Υ.Γ. «Κι εσύ κυρά μου Γιάτρισσα, που ξέρεις τον καημό μας, να μας βοηθάς να ’ρχόμαστε στο όμορφο χωριό μας»